μεγέθυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγέθυνση | οι | μεγεθύνσεις |
| γενική | της | μεγέθυνσης* | των | μεγεθύνσεων |
| αιτιατική | τη | μεγέθυνση | τις | μεγεθύνσεις |
| κλητική | μεγέθυνση | μεγεθύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεγεθύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεγέθυνση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.