μεγαλοπρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαλοπρέπεια | οι | μεγαλοπρέπειες |
| γενική | της | μεγαλοπρέπειας | των | μεγαλοπρεπειών |
| αιτιατική | τη | μεγαλοπρέπεια | τις | μεγαλοπρέπειες |
| κλητική | μεγαλοπρέπεια | μεγαλοπρέπειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλοπρέπεια < αρχαία ελληνική μεγαλοπρέπεια < μεγαλοπρεπής < μεγάλος + πρέπω
Ουσιαστικό
μεγαλοπρέπεια θηλυκό
- το να είναι κανείς (άνθρωπος, οικοδόμημα κ.λπ.) μεγαλοπρεπής, δηλαδή να ακτινοβολεί μεγαλείο και επιβλητικότητα
- Ο όλος χώρος απέκτησε υποβλητική μεγαλοπρέπεια, ενώ τα διάφορα εκθέματα προσέδιδαν σ' αυτόν έντονη αίσθηση θρησκευτικού μυστικισμού. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.