ισομεγέθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ισομεγέθης | το | ισομέγεθες | ||
| γενική | του/της | ισομεγέθους* | του | ισομεγέθους | ||
| αιτιατική | τον/την | ισομεγέθη | το | ισομέγεθες | ||
| κλητική | ισομεγέθη | ισομέγεθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ισομεγέθεις | τα | ισομεγέθη | ||
| γενική | των | ισομεγέθων | των | ισομεγέθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ισομεγέθεις | τα | ισομεγέθη | ||
| κλητική | ισομεγέθεις | ισομεγέθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισομεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσομεγέθης. Συγχρονικά αναλύεται σε ισο- + μέγεθ(ος) + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.meˈʝe.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐με‐γέ‐θης
- ομόηχο: ισομεγέθεις
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ισομεγέθης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.