ανισομεγέθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ανισομεγέθης | το | ανισομέγεθες | ||
| γενική | του/της | ανισομεγέθους* | του | ανισομεγέθους | ||
| αιτιατική | τον/την | ανισομεγέθη | το | ανισομέγεθες | ||
| κλητική | ανισομεγέθη | ανισομέγεθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ανισομεγέθεις | τα | ανισομεγέθη | ||
| γενική | των | ανισομεγέθων | των | ανισομεγέθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ανισομεγέθεις | τα | ανισομεγέθη | ||
| κλητική | ανισομεγέθεις | ανισομεγέθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανισομεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνισομεγέθης. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- + ισομεγέθης ισο-, με πρώτο συνθετικό ανισο-.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.so.meˈʝe.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐σο‐με‐γέ‐θης
- ομόηχο: ανισομεγέθεις
Επίθετο
ανισομεγέθης, -ης, ανισομέγεθες (χωρίς παραθετικά)
- που έχει διαφορετικό μέγεθος από κάτι άλλο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανισομεγέθης
|
|
Πηγές
- ανισομεγέθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανισομεγέθης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.