μαρτυρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρτυρικός η μαρτυρική το μαρτυρικό
      γενική του μαρτυρικού της μαρτυρικής του μαρτυρικού
    αιτιατική τον μαρτυρικό τη μαρτυρική το μαρτυρικό
     κλητική μαρτυρικέ μαρτυρική μαρτυρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρτυρικοί οι μαρτυρικές τα μαρτυρικά
      γενική των μαρτυρικών των μαρτυρικών των μαρτυρικών
    αιτιατική τους μαρτυρικούς τις μαρτυρικές τα μαρτυρικά
     κλητική μαρτυρικοί μαρτυρικές μαρτυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαρτυρικός < (ελληνιστική κοινή) μαρτυρικός < αρχαία ελληνική μαρτυρία (κατάθεση)

Επίθετο

μαρτυρικός,ή,ό

  1. ο σχετικός με το μάρτυρα στο δικαστήριο
    μαρτυρική κατάθεση
  2. ιδιαιτερα βασανιστικός
    μαρτυρικός θάνατος, μαρτυρική ζωή


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.