ψευδομάρτυρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψευδομάρτυρας οι ψευδομάρτυρες
      γενική του
του/της
ψευδομάρτυρα
ψευδομάρτυρος
των ψευδομαρτύρων
    αιτιατική τον/την ψευδομάρτυρα τους/τις ψευδομάρτυρες
     κλητική ψευδομάρτυρα ψευδομάρτυρες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψευδομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδομάρτυς, από την αιτιατιή ψευδομάρτυρα [1]

Ουσιαστικό

ψευδομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.