μαρτυρικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαρτυρικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαρτυρικός

Επίρρημα

μαρτυρικά

  1. με μαρτυρικό τρόπο, βασανιστικά, με εξαιρετικά δυσάρεστο τρόπο

Ουσιαστικό

μαρτυρικά αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα μαρτυρικά (ουσιαστικοποιημένος πληθ. ουδετέρου του μαρτυρικός) ήταν είδος διαπιστευτηρίων στην Φιλική Εταιρεία
    συστατικά μαρτυρικά για του βλάμηδες και αδελφοποιτούς
    αφιερωτικά μαρτυρικά για εκείνους που είχαν το βαθμό του ιερέα
    εφοδιαστικά μαρτυρικά για εκείνους που είχαν το βαθμό του πομένα
  2. (εκκλησ.) σύντομα τροπάρια που αφορούν σε μάρτυρες της εκκλησίας και ψάλλονται στο Τριώδιο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαρτυρικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.