μαρτυράω

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾ.tiˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρτυράω

Ετυμολογία

μαρτυράω < μαρτυρ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαρτυρώ, συνηρημένος τύπος του μαρτυρέω

Ρήμα

μαρτυράω/μαρτυρώ, πρτ.: μαρτυρούσα/μαρτύραγα, παθ.φωνή: μαρτυριέμαι, π.αόρ.: μαρτυρήθηκα

  1. αποκαλύπτω μυστικό που μου έχουν εμπιστευτεί, ενώ θα έπερεπ να το κρατήσω
    με μαρτύρησε ο μικρός στη μάνα μας ότι έσπασα το τζάμι
     συνώνυμα: είμαι μαρτυριάρης, προδίδω,  δείτε και τις λέξεις ξεφουρνίζω και καρφώνω
  2. μόνο στην ενεργητική φωνή
    1. με βασανίζουν, υφίσταμαι βασανιστήρια
       δείτε και το λόγιο μαρτυρώ
    2. (μεταφορικά) υποφέρω, βασανίζομαι
      μαρτύρησε η μάνα τους για να τους αναστήσει
       συνώνυμα: φτύνω αίμα
  3.  δείτε  το λόγιο μαρτυρώ1 για τις σημασίες τεκμηριώνω, έχω μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική πίστη, καταθέτω σε δικαστήριο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μάρτυρας

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.