μαρτυράω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maɾ.tiˈɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐τυ‐ρά‐ω
Ετυμολογία
- μαρτυράω < μαρτυρ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαρτυρώ, συνηρημένος τύπος του μαρτυρέω
Ρήμα
μαρτυράω/μαρτυρώ, πρτ.: μαρτυρούσα/μαρτύραγα, παθ.φωνή: μαρτυριέμαι, π.αόρ.: μαρτυρήθηκα
- αποκαλύπτω μυστικό που μου έχουν εμπιστευτεί, ενώ θα έπερεπ να το κρατήσω
- με μαρτύρησε ο μικρός στη μάνα μας ότι έσπασα το τζάμι
- ≈ συνώνυμα: είμαι μαρτυριάρης, προδίδω, → δείτε και τις λέξεις ξεφουρνίζω και καρφώνω
- μόνο στην ενεργητική φωνή
- με βασανίζουν, υφίσταμαι βασανιστήρια
- → δείτε και το λόγιο μαρτυρώ
- (μεταφορικά) υποφέρω, βασανίζομαι
- μαρτύρησε η μάνα τους για να τους αναστήσει
- ≈ συνώνυμα: φτύνω αίμα
- με βασανίζουν, υφίσταμαι βασανιστήρια
- → δείτε το λόγιο μαρτυρώ1 για τις σημασίες τεκμηριώνω, έχω μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική πίστη, καταθέτω σε δικαστήριο
Κλίση
- → δείτε και το λόγιο μαρτυρώ
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαρτυράω - μαρτυρώ | μαρτυρούσα | θα μαρτυράω - μαρτυρώ | να μαρτυράω - μαρτυρώ | μαρτυρώντας | |
| β' ενικ. | μαρτυράς | μαρτυρούσες | θα μαρτυράς | να μαρτυράς | μαρτύρα - μαρτύραγε | |
| γ' ενικ. | μαρτυράει - μαρτυρά | μαρτυρούσε | θα μαρτυράει - μαρτυρά | να μαρτυράει - μαρτυρά | ||
| α' πληθ. | μαρτυράμε - μαρτυρούμε | μαρτυρούσαμε | θα μαρτυράμε - μαρτυρούμε | να μαρτυράμε - μαρτυρούμε | ||
| β' πληθ. | μαρτυράτε | μαρτυρούσατε | θα μαρτυράτε | να μαρτυράτε | μαρτυράτε | |
| γ' πληθ. | μαρτυράν(ε) - μαρτυρούν(ε) | μαρτυρούσαν(ε) | θα μαρτυράν(ε) - μαρτυρούν(ε) | να μαρτυράν(ε) - μαρτυρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαρτύρησα | θα μαρτυρήσω | να μαρτυρήσω | μαρτυρήσει | ||
| β' ενικ. | μαρτύρησες | θα μαρτυρήσεις | να μαρτυρήσεις | μαρτύρα - μαρτύρησε | ||
| γ' ενικ. | μαρτύρησε | θα μαρτυρήσει | να μαρτυρήσει | |||
| α' πληθ. | μαρτυρήσαμε | θα μαρτυρήσουμε | να μαρτυρήσουμε | |||
| β' πληθ. | μαρτυρήσατε | θα μαρτυρήσετε | να μαρτυρήσετε | μαρτυρήστε | ||
| γ' πληθ. | μαρτύρησαν μαρτυρήσαν(ε) |
θα μαρτυρήσουν(ε) | να μαρτυρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαρτυρήσει | είχα μαρτυρήσει | θα έχω μαρτυρήσει | να έχω μαρτυρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαρτυρήσει | είχες μαρτυρήσει | θα έχεις μαρτυρήσει | να έχεις μαρτυρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μαρτυρήσει | είχε μαρτυρήσει | θα έχει μαρτυρήσει | να έχει μαρτυρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαρτυρήσει | είχαμε μαρτυρήσει | θα έχουμε μαρτυρήσει | να έχουμε μαρτυρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαρτυρήσει | είχατε μαρτυρήσει | θα έχετε μαρτυρήσει | να έχετε μαρτυρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαρτυρήσει | είχαν μαρτυρήσει | θα έχουν μαρτυρήσει | να έχουν μαρτυρήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαρτυριέμαι | μαρτυριόμουν(α) | θα μαρτυριέμαι | να μαρτυριέμαι | ||
| β' ενικ. | μαρτυριέσαι | μαρτυριόσουν(α) | θα μαρτυριέσαι | να μαρτυριέσαι | ||
| γ' ενικ. | μαρτυριέται | μαρτυριόταν(ε) | θα μαρτυριέται | να μαρτυριέται | ||
| α' πληθ. | μαρτυριόμαστε | μαρτυριόμαστε μαρτυριόμασταν |
θα μαρτυριόμαστε | να μαρτυριόμαστε | ||
| β' πληθ. | μαρτυριέστε | μαρτυριόσαστε μαρτυριόσασταν |
θα μαρτυριέστε | να μαρτυριέστε | μαρτυριέστε | |
| γ' πληθ. | μαρτυριούνται | μαρτυριόνταν(ε) μαρτυριούνταν μαρτυριόντουσαν |
θα μαρτυριούνται | να μαρτυριούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαρτυρήθηκα | θα μαρτυρηθώ | να μαρτυρηθώ | μαρτυρηθεί | ||
| β' ενικ. | μαρτυρήθηκες | θα μαρτυρηθείς | να μαρτυρηθείς | μαρτυρήσου | ||
| γ' ενικ. | μαρτυρήθηκε | θα μαρτυρηθεί | να μαρτυρηθεί | |||
| α' πληθ. | μαρτυρηθήκαμε | θα μαρτυρηθούμε | να μαρτυρηθούμε | |||
| β' πληθ. | μαρτυρηθήκατε | θα μαρτυρηθείτε | να μαρτυρηθείτε | μαρτυρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | μαρτυρήθηκαν μαρτυρηθήκαν(ε) |
θα μαρτυρηθούν(ε) | να μαρτυρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μαρτυρηθεί | είχα μαρτυρηθεί | θα έχω μαρτυρηθεί | να έχω μαρτυρηθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μαρτυρηθεί | είχες μαρτυρηθεί | θα έχεις μαρτυρηθεί | να έχεις μαρτυρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μαρτυρηθεί | είχε μαρτυρηθεί | θα έχει μαρτυρηθεί | να έχει μαρτυρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαρτυρηθεί | είχαμε μαρτυρηθεί | θα έχουμε μαρτυρηθεί | να έχουμε μαρτυρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μαρτυρηθεί | είχατε μαρτυρηθεί | θα έχετε μαρτυρηθεί | να έχετε μαρτυρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαρτυρηθεί | είχαν μαρτυρηθεί | θα έχουν μαρτυρηθεί | να έχουν μαρτυρηθεί | ||
Μεταφράσεις
αποκαλύπτω μυστικό
|
|
υφίσταμαι βασανιστήρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.