μάρτυς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μάρτυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάρτυς. Συγκρίνετε με το μάρτυρας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaɾ.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάρ‐τυς
- ομόηχο: Μάρτης
Ουσιαστικό
μάρτυς αρσενικό ή θηλυκό (γενική: του μάρτυρος & κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μάρτυς)
- (λόγιο) ο μάρτυρας σε μια δίκη, ιδίως στην προσφώνηση:
- ↪ Κυρία μάρτυς! Πείτε μας τι γνωρίζετε για την υπόθεση!
- εκείνος που μπορεί να μαρτυρήσει την αλήθεια, που τη γνωρίζει, στην έκφραση μάρτυς μου ο Θεός
- ↪ Μάρτυς μου ο Θεός, δεν το έκλεψα εγώ!
- μάρτυρας της Εκκλησίας, οσιομάρτυς, ιερομάρτυρας → δείτε το ελληνιστικό μάρτυς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάρτυρας
Μεταφράσεις
ο ιερομάρτυρας
|
Πηγές
- μάρτυς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| μαρτῠ- μαρτῠρ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μάρτῠς | οἱ/αἱ | μάρτῠρες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | μάρτῠρος | τῶν | μαρτῠ́ρων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | μάρτῠρῐ | τοῖς/ταῖς | μάρτῠσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μάρτῠρᾰ | τοὺς/τὰς | μάρτῠρᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | μάρτῠς | μάρτῠρες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάρτῠρε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μάρτῠ́ροιν | ||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μάρτυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μάρτυς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μάρτῠς, -υρος αρσενικό ή θηλυκό
- εκείνος που είδε κάτι και μπορεί να μαρτυρήσει γι' αυτό, να το βεβαιώσει
- ※ τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς (⌘ Σοφοκλής, Τραχίνιαι 1248)
- (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) μάρτυρας για τη χριστιανική πίστη
Πηγές
- μάρτυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάρτυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.