μαρτυριάτικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρτυριάτικο τα μαρτυριάτικα
      γενική του μαρτυριάτικου των μαρτυριάτικων
    αιτιατική το μαρτυριάτικο τα μαρτυριάτικα
     κλητική μαρτυριάτικο μαρτυριάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρτυριάτικο < μαρτυρώ

Ουσιαστικό

μαρτυριάτικο ουδέτερο

  • σταυρουδάκι ή μικρή εικόνα (άλλοτε σε σχήμα ωοειδές) ή κόσμημα με μικρή οπή για να περνάει κορδελίτσα που δίνεται στους καλεσμένους στα βαφτίσια και το οποίο καρφιτσώνουν στα ρούχα τους, στο επίπεδο του στήθους, φεύγοντας από την εκκλησία μετά την τελετή της βάφτισης

Συνώνυμα

Αναφορές

  1. Μιχάλης Ευστ. Σκανδαλίδης, Λεξικό του ιδιώματος της Νισύρου, Εταιρεία Νισυριακών Μελετών, 2015, σελ. 383
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.