μαρτυρολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρτυρολόγιο τα μαρτυρολόγια
      γενική του μαρτυρολόγιου
& μαρτυρολογίου
των μαρτυρολόγιων
& μαρτυρολογίων
    αιτιατική το μαρτυρολόγιο τα μαρτυρολόγια
     κλητική μαρτυρολόγιο μαρτυρολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρτυρολόγιο < μαρτυρ(ας) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό

μαρτυρολόγιο ουδέτερο

  • κείμενο ιστορικού για τη ζωή μάρτυρα (συνήθως της εκκλησίας)
      Μορφήν βιογραφίας έλαβον σύν τω χρόνω και τά μαρτυρολόγια, άφοΰ πλέον πλήν τοϋ έπεισοδίου συμπεριέλαβον και έκτενή έξιστόρησιν του βίου τών μαρτύρων μέ όλίγα ιστορικά στοιχεία και πολλήν θαυματοποιίαν και φαντασίαν (Ελληνική πατρολογία: Εισαγωγή, Παναγιώτης Κ. Χρήστου, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1985)
  • κατάλογος μαρτύρων (συνήθως του χριστιανισμού)
      Ένας ήχος από τον πάνω όροφο έκανε τη Σαρλότ να σηκωθεί απρόθυμα, «Ερίκα, πρέπει να πεταχτώ πάνω για να δω τον Άλμπιν. Αλλιώς η μαμά μου θα προλάβει να απαγγείλει όλο το μαρτυρολόγιο πριν ανέβω. (, Οικογενειακά μυστικά, Camilla Lackberg, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.