μάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μάγος | οι | μάγοι |
| γενική | του | μάγου | των | μάγων |
| αιτιατική | τον | μάγο | τους | μάγους |
| κλητική | μάγε | μάγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάγος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μάγος < αρχαία ελληνική Μάγος < αρχαία περσική (πβ. maγu-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₂gʰ- (ικανός, δυνατός, βοηθητικός, μάγος)
Ουσιαστικό
μάγος αρσενικό (θηλυκό: μάγισσα)
- αυτός που ασκεί τη μαγεία, που κάνει μάγια, που επικαλείται υπερφυσικές δυνάμεις ή εμφανίζεται να τις έχει
- αυτός που έχει εξαιρετικές ικανότητες σε έναν τομέα
- ο νεαρός μηχανικός γρήγορα αναδείχθηκε σε μάγο της πληροφορικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.