μάγισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάγισσα | οι | μάγισσες |
| γενική | της | μάγισσας | των | μαγισσών |
| αιτιατική | τη | μάγισσα | τις | μάγισσες |
| κλητική | μάγισσα | μάγισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.ʝi.sa/
Ουσιαστικό
μάγισσα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.