μάγισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάγισσα οι μάγισσες
      γενική της μάγισσας των μαγισσών
    αιτιατική τη μάγισσα τις μάγισσες
     κλητική μάγισσα μάγισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάγισσα < μάγος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.ʝi.sa/

Ουσιαστικό

μάγισσα θηλυκό

  1. αυτή που ασκεί τη μαγεία, που επικαλείται τις υπερφυσικές δυνάμεις με ξόρκια, φίλτρα ή τελετές
  2. (μεταφορικά) αυτή που μαγεύει τους άλλους, τους σαγηνεύει, τους γοητεύει
  3. (μεταφορικά) γριά μάγισσα: πολύ άσχημη γυναίκα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  μάγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.