wizard
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
wizard (en)
- o μάγος (των παραμυθιών)
- (μεταφορικά) κάποιος με εξαιρετικές ικανότητες και ταλέντο σ' έναν συγκεκριμένο τομέα
- (πληροφορική) οδηγός: λογισμικό που καθοδηγεί τον μη έμπειρο χρήστη στην εκτέλεση σύνθετων εργασιών
Ρήμα
wizard (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.