μάγεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μάγεμα | τα | μαγέματα |
| γενική | του | μαγέματος | των | μαγεμάτων |
| αιτιατική | το | μάγεμα | τα | μαγέματα |
| κλητική | μάγεμα | μαγέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάγεμα < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική μάγευμα
Ουσιαστικό
μάγεμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
μάγεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.