μάγεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάγεμα τα μαγέματα
      γενική του μαγέματος των μαγεμάτων
    αιτιατική το μάγεμα τα μαγέματα
     κλητική μάγεμα μαγέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάγεμα < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική μάγευμα

Ουσιαστικό

μάγεμα ουδέτερο

  1. το να μαγεύεις κάποιον
  2. αυτό που σε μαγεύει (πχ με την ομορφιά του)
    Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη (Διον. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.