μαγεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαγεία | οι | μαγείες |
| γενική | της | μαγείας | των | μαγειών |
| αιτιατική | τη | μαγεία | τις | μαγείες |
| κλητική | μαγεία | μαγείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαγεία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαγεία (αρχαία σημασία: θεολογία των Μάγων)[1] < Μάγος < αρχαία περσική (πβ. αρχαία περσικά maγu-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₂gʰ- (ικανός, δυνατός, βοηθητικός, μάγος)
- για κάτι πολύ όμορφο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική magie < ελληνιστική κοινή μαγεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝi.a/
- παρώνυμα: μαγιά, μάγια
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γεί‐α
Ουσιαστικό
μαγεία θηλυκό
- η επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων (π.χ. με ξόρκια ή παρασκευή φίλτρων) προκειμένου να συμβεί κάτι που παραβιάζει τους φυσικούς νόμους
- η θρησκεία και όλες οι δοξασίες που περικλύει για τον αντιμεταφυσικό (μη αρεστή ερμηνεία από πιστεύοντες λεξικογράφους, σαφώς υπαρκτή)
- μια συγκεκριμένη τέτοια ενέργεια, τα μάγια
- (μεταφορικά) η γοητεία που ασκεί πάνω μας κάποιος ή κάτι λόγω της ομορφιάς του ή άλλων χαρισμάτων του
- κάτι πάρα πολύ όμορφο, που μας μαγεύει
- η θάλασσα χτες ήταν σκέτη μαγεία
μερική συνωνυμία
Εκφράσεις
- μαύρη μαγεία
- ομοιοπαθητική μαγεία
-
μαγεία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μαγεία
|
Αναφορές
- μαγεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.