μάγου
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μάγου
αρσενικό
γενική
ενικού
του
μάγος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μάγου
αρσενικό ή θηλυκό
(
(
ελληνιστική κοινή
)
)
γενική
ενικού
του
μάγος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.