magician

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

magician (en)

  1. ο μάγος, αυτός που επικαλείται ή υποτιθεται ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις
     συνώνυμα: sorcerer, wizard
  2. ο ταχυδακτυλουργός
  3. (μεταφορικά) κάποιος με εξαιρετικό ταλέντο σε έναν τομέα, που εντυπωσιάζει με τις ικανότητές του
     συνώνυμα: wizard

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.