magician
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
magician (en)
- ο μάγος, αυτός που επικαλείται ή υποτιθεται ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις
- ο ταχυδακτυλουργός
- (μεταφορικά) κάποιος με εξαιρετικό ταλέντο σε έναν τομέα, που εντυπωσιάζει με τις ικανότητές του
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.