μαγευτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγευτικά < μαγευτικός

Επίρρημα

μαγευτικά

  1. πολύ όμορφα, έχοντας μαγευτεί από την ομορφιά ενός πράγματος
    περάσαμε μαγευτικά στο ταξίδι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαγευτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.