μάγκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μάγκας | οι | μάγκες |
| γενική | του | μάγκα | — | |
| αιτιατική | τον | μάγκα | τους | μάγκες |
| κλητική | μάγκα | μάγκες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μάγκας αρσενικό
- χαρακτηριστικός λαϊκός τύπος με ιδιαίτερη εμφάνιση, ομιλία και συμπεριφορά
- παλικαράς, νταής
- ο ικανός στον τομέα του
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάγκα
Αναφορές
- μάγκας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- μάγκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Mann Stuart, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, λήμμα mangë.
- Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, λήμμα: mang
- Ο Κώστας Καραποτόσογλου («Συγκριτικές διερευνήσεις στα νέα ελληνικά», Λεξικογραφικόν δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τ. 16, 1986) ετυμολογεί την τουρκική manga: < ισπανική manga (ομάδα οπλοφόρων) < λατινική manica < manus.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.