manga
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
manga
ιαπωνική
漫画
(
manga
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
mɑ̃.ɡa
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
manga
mangas
manga
(fr)
αρσενικό
το
μάνγκα
Συγγενικά
mangaka
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
manga
mangas
manga
(pt)
θηλυκό
το
μανίκι
το
μάνγκο
Τουρκικά
(tr)
Ουσιαστικό
manga
(tr)
μικρό στρατιωτικό σώμα
παλικαράς
Συγγενικά
(
νέα ελληνική
)
μάγκας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.