γαλέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλέρα | οι | γαλέρες |
| γενική | της | γαλέρας | των | γαλερών |
| αιτιατική | τη | γαλέρα | τις | γαλέρες |
| κλητική | γαλέρα | γαλέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
