παλικαράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλικαράς οι παλικαράδες
      γενική του παλικαρά των παλικαράδων
    αιτιατική τον παλικαρά τους παλικαράδες
     κλητική παλικαρά παλικαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλικαράς < παλικάρι + -άς

Ουσιαστικό

παλικαράς αρσενικό

  1. ο άνδρας που έχει τόλμη και δύναμη, το παλικάρι
  2. (αρνητικά) ο νταής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.