τζάμπα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τζάμπα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çaba (οθωμανική τουρκική جبا (caba)[1] που αντικατέστησε την παλιότερη οθωμανική τουρκική سعی (sa'y)[2]) < αραβική (διάλεκτος) جَبَى (jaba, δωρεάν - είδος φόρου)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡za.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζά‐μπα
Επίρρημα
τζάμπα και τσάμπα
- δωρεάν
- ↪ μοιράζουν τζάμπα πασατέμπο
- άδικα, μάταια, χωρίς αποτέλεσμα
- ↪ Τζάμπα το κάνεις, ούτε καν θα το κοιτάξει!
Εκφράσεις
- τζάμπα και βερεσέ
- τζάμπα μάγκας
Συγγενικά
Αναφορές
- جابا (Ottoman Turkish) στο αγγλικό Βικιλεξικό
- [[wikt:en:τζάμπα|]] στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.