μάγκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάγκα οι μάγκες
      γενική της μάγκας των μαγκών
    αιτιατική τη μάγκα τις μάγκες
     κλητική μάγκα μάγκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάγκα < αλβανική mangë[1] [2] (δάρτης λιναριού ή κανναβιού, (μεταφορικά) χαμίνι, αλάνι)[3] < mang (μικρό ζώου, χαμίνι, αλάνι)[4] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός, λίγος)
Υπάρχει και η άποψη: < αλβανική mangë < τουρκική manga[1] < (παλαιά) ιταλική banka[1] [5] / banca[1] (πάγκος κωπηλατών σε γαλέρα)[1] < πρωτογερμανική *bankiz (πάγκος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg- (κάμπτω, καμπυλώνω)

Ουσιαστικό

μάγκα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μάγκα

Αναφορές

  1. μάγκας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. μάγκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Mann Stuart, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, λήμμα mangë.
  4. Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, λήμμα: mang
  5. Ο Κώστας Καραποτόσογλου («Συγκριτικές διερευνήσεις στα νέα ελληνικά», Λεξικογραφικόν δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τ. 16, 1986) ετυμολογεί την τουρκική manga: < ισπανική manga (ομάδα οπλοφόρων) < λατινική manica < manus.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.