λογοκρισία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λογοκρισία | οι | λογοκρισίες |
| γενική | της | λογοκρισίας | των | λογοκρισιών |
| αιτιατική | τη | λογοκρισία | τις | λογοκρισίες |
| κλητική | λογοκρισία | λογοκρισίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λογοκρισία < λογο- (< λόγος) + -κρισία (< κρίνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική censure)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1826
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.ɣo.kɾiˈsi.a/
Ουσιαστικό
λογοκρισία θηλυκό
- ο έλεγχος που ασκείται από κάποια εξουσία στις διάφορες εκφάνσεις του λόγου (κυρίως στα ΜΜΕ) και της τέχνης, με απώτερο στόχο την παρεμπόδιση ανταλλαγής πληροφοριών, ιδεών και απόψεων, οι οποίες είναι αντίθετες προς τις αρχές της εξουσίας
- ※ Το νέο περιστατικό λογοκρισίας και σκοταδισμού, παρόμοιο με αυτό που συνέβη μόλις πριν από μερικούς μήνες, όταν δασκάλα, δέχθηκε την επίπληξη από διευθύντριά της για τη διδασκαλία του «Κεμάλ» του Μάνου Χατζηδάκι μετά από διαμαρτυρία γονέα για ισλαμική προπαγάνδα, καταγράφηκε σε σχολική γιορτή στον Πύργο. (εφ. Ελευθεροτυπία, 27.10.2013)
- (γενικότερα) η παρέμβαση που περιορίζει την πνευματική δράση κάποιου
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που λογοκρίνουν, των λογοκριτών
Συγγενικά
- αλογόκριτα
- αλογόκριτος
- αυτολογοκρίνομαι
- αυτολογοκρισία
- λογοκρίνω
- λογοκριτής
- λογοκρίτρια
- → δείτε τις λέξεις λόγος, λέγω και κρίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.