λογοκριτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογοκριτής οι λογοκριτές
      γενική του λογοκριτή των λογοκριτών
    αιτιατική τον λογοκριτή τους λογοκριτές
     κλητική λογοκριτή λογοκριτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοκριτής < λογοκρίνω

Ουσιαστικό

λογοκριτής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που λογοκρίνει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.