προπαγάνδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προπαγάνδα | οι | προπαγάνδες |
| γενική | της | προπαγάνδας | — | |
| αιτιατική | την | προπαγάνδα | τις | προπαγάνδες |
| κλητική | προπαγάνδα | προπαγάνδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπαγάνδα < (άμεσο δάνειο) γαλλική propagande < νεολατινική propaganda < Congregatio de Propaganda Fide (Επιτροπή για την Προώθηση της Πίστης)
Ουσιαστικό
προπαγάνδα θηλυκό
- η συστηματική απόπειρα διάδοσης ιδεών, αντιλήψεων ή απόψεων στον θρησκευτικό, πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο τομέα, που έχει σκοπό να επηρεάσει την κοινή γνώμη και να την διαμορφώσει κατάλληλα, συνήθως μέσω της μεροληπτικής, στρεβλής ή ελλιπούς μετάδοσης πληροφοριών και της παραπληροφόρησης
- η διαστρέβλωση της αλήθειας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προπαγάνδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.