λογοκρίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λογοκρίνω < λόγος + -ο- + κρίνω

Ρήμα

λογοκρίνω

  1. δεν επιτρέπω σε κάποιον να εκφραστεί ελεύθερα διά του λόγου
  2. απαγορεύω την έκδοση κειμένου, την πραγματοποίηση καλλιτεχνικής παράστασης κλπ λόγω του περιεχομένου τους
  3. διαγράφω κατά την κρίση μου τμήμα από κείμενο άλλου, επειδή περιέχει πληροφορίες που χαρακτηρίζονται απόρρητες

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.