παρέμβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέμβαση οι παρεμβάσεις
      γενική της παρέμβασης* των παρεμβάσεων
    αιτιατική την παρέμβαση τις παρεμβάσεις
     κλητική παρέμβαση παρεμβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεμβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρέμβαση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα παρέμβα(σις) + -ση (ελληνιστική κοινή) παρεμβαίνω κατά το σχήμα παρεκβαίνω - παρέκβαση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intervention[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + έμ- + βάση.

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾeɱ.va.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρέμβαση

Ουσιαστικό

παρέμβαση θηλυκό

  • η ανάμειξη κάποιου σε υπόθεση άλλων
    Η παρέμβαση συγγενών δημιουργεί συχνά προβλήματα στις σχέσεις των ζευγαριών.
  • ό,τι παρεμβάλλεται, η παρεμβολή
    τεχνικές παρεμβάσεις σε ένα χώρο
  • η άποψη που μπορεί να εκφέρει κάποιος για ένα θέμα σε μια συζήτηση
    τηλεφωνική παρέμβαση του υπουργού στο δελτίο ειδήσεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.