λιβάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιβάνι τα λιβάνια
      γενική του λιβανιού των λιβανιών
    αιτιατική το λιβάνι τα λιβάνια
     κλητική λιβάνι λιβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιβάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιβάνιν < αρχαία ελληνική λίβανος[1] < φοινικικά 𐤋𐤁𐤍 (άσπρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈva.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιβάνι

Ουσιαστικό

λιβάνι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.