Λιβανέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λιβανέζος | οι | Λιβανέζοι |
| γενική | του | Λιβανέζου | των | Λιβανέζων |
| αιτιατική | τον | Λιβανέζο | τους | Λιβανέζους |
| κλητική | Λιβανέζε | Λιβανέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Λιβανέζος αρσενικό (θηλυκό Λιβανέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τον Λίβανο ή έχει λιβανική υπηκοότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.