λιβανιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιβανιστήρι τα λιβανιστήρια
      γενική του λιβανιστηριού των λιβανιστηριών
    αιτιατική το λιβανιστήρι τα λιβανιστήρια
     κλητική λιβανιστήρι λιβανιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιβανιστήρι < λιβανίζω + -τήρι

Ουσιαστικό

λιβανιστήρι ουδέτερο

  1. θυμιατό όπου καίγεται το λιβάνι
  2. λιβάνισμα

Συνώνυμα

λιβανιστήρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.