νεκρολίβανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκρολίβανο τα νεκρολίβανα
      γενική του νεκρολίβανου των νεκρολίβανων
    αιτιατική το νεκρολίβανο τα νεκρολίβανα
     κλητική νεκρολίβανο νεκρολίβανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκρολίβανο < νεκρο- + λιβάν(ι) + -ο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.kɾoˈli.va.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεκρολίβανο

Ουσιαστικό

νεκρολίβανο ουδέτερο

  • (παρωχημένο, λογοτεχνικό) λιβάνι το οποίο καίγεται σε κηδεία για τον νεκρό
      Γεράματα! Γεράματα! Ποια θέληση, ποιο χέρι / μες στη λαμπάδα της ζωής φυτεύει τ’ αγιοκέρι; / Kαι ποια ποτέ ζευγάρωσεν αγνώριστη θεότης / κρυφά το νεκρολίβανο με τον ανθό της νιότης;
    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.