ετοιμοθάνατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιμοθάνατος η ετοιμοθάνατη το ετοιμοθάνατο
      γενική του ετοιμοθάνατου της ετοιμοθάνατης του ετοιμοθάνατου
    αιτιατική τον ετοιμοθάνατο την ετοιμοθάνατη το ετοιμοθάνατο
     κλητική ετοιμοθάνατε ετοιμοθάνατη ετοιμοθάνατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιμοθάνατοι οι ετοιμοθάνατες τα ετοιμοθάνατα
      γενική των ετοιμοθάνατων των ετοιμοθάνατων των ετοιμοθάνατων
    αιτιατική τους ετοιμοθάνατους τις ετοιμοθάνατες τα ετοιμοθάνατα
     κλητική ετοιμοθάνατοι ετοιμοθάνατες ετοιμοθάνατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετοιμοθάνατος < ελληνιστική κοινή ἑτοιμοθάνατος < αρχαία ελληνική ἑτοῖμος + -θάνατος

Επίθετο

ετοιμοθάνατος, -η, -ος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.