λιβανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
λιβανίζω
- (σπάνιο) καίω λιβάνι
- (ειδικότερα) θυμιατίζω, κινώ το θυμιατό, στο οποίο καίγεται λιβάνι, μπροστά από εικόνες ή πιστούς
- (μεταφορικά) επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια ή τις ίδιες κινήσεις με σκοπό ή διάθεση:
- να ενοχλήσω κάποιον
- να καθυστερήσω κάτι
- τελείωνε! Έχεις μια ώρα το φαγητό μπροστά σου και το λιβανίζεις
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιβανίζω | λιβάνιζα | θα λιβανίζω | να λιβανίζω | λιβανίζοντας | |
| β' ενικ. | λιβανίζεις | λιβάνιζες | θα λιβανίζεις | να λιβανίζεις | λιβάνιζε | |
| γ' ενικ. | λιβανίζει | λιβάνιζε | θα λιβανίζει | να λιβανίζει | ||
| α' πληθ. | λιβανίζουμε | λιβανίζαμε | θα λιβανίζουμε | να λιβανίζουμε | ||
| β' πληθ. | λιβανίζετε | λιβανίζατε | θα λιβανίζετε | να λιβανίζετε | λιβανίζετε | |
| γ' πληθ. | λιβανίζουν(ε) | λιβάνιζαν λιβανίζαν(ε) |
θα λιβανίζουν(ε) | να λιβανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιβάνισα | θα λιβανίσω | να λιβανίσω | λιβανίσει | ||
| β' ενικ. | λιβάνισες | θα λιβανίσεις | να λιβανίσεις | λιβάνισε | ||
| γ' ενικ. | λιβάνισε | θα λιβανίσει | να λιβανίσει | |||
| α' πληθ. | λιβανίσαμε | θα λιβανίσουμε | να λιβανίσουμε | |||
| β' πληθ. | λιβανίσατε | θα λιβανίσετε | να λιβανίσετε | λιβανίστε | ||
| γ' πληθ. | λιβάνισαν λιβανίσαν(ε) |
θα λιβανίσουν(ε) | να λιβανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιβανίσει | είχα λιβανίσει | θα έχω λιβανίσει | να έχω λιβανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιβανίσει | είχες λιβανίσει | θα έχεις λιβανίσει | να έχεις λιβανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιβανίσει | είχε λιβανίσει | θα έχει λιβανίσει | να έχει λιβανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιβανίσει | είχαμε λιβανίσει | θα έχουμε λιβανίσει | να έχουμε λιβανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιβανίσει | είχατε λιβανίσει | θα έχετε λιβανίσει | να έχετε λιβανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιβανίσει | είχαν λιβανίσει | θα έχουν λιβανίσει | να έχουν λιβανίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.