λεμόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμόνι τα λεμόνια
      γενική του λεμονιού των λεμονιών
    αιτιατική το λεμόνι τα λεμόνια
     κλητική λεμόνι λεμόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εξωτερική και εσωτερική εμφάνιση του λεμονιού

Ετυμολογία

λεμόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λεμόνι < λιμόνι < ιταλική limone < αραβική ليمون (laymūn: λεμόνι) < περσική لیمو (limu: λεμόνι)

Προφορά

ΔΦΑ : /leˈmo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμόνι
τονικό παρώνυμο: λεμονί

Ουσιαστικό

λεμόνι ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.