λεμονόπιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμονόπιτα οι λεμονόπιτες
      γενική της λεμονόπιτας των (λεμονοπιτών)
    αιτιατική τη λεμονόπιτα τις λεμονόπιτες
     κλητική λεμονόπιτα λεμονόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κομμάτι λεμονόπιτα

Ετυμολογία

λεμονόπιτα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lemon pie < lemon (λεμόν(ι)) + -ό- + πίτα (pie)

Ουσιαστικό

λεμονόπιτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.