λεμονάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεμονάτος | η | λεμονάτη | το | λεμονάτο |
| γενική | του | λεμονάτου | της | λεμονάτης | του | λεμονάτου |
| αιτιατική | τον | λεμονάτο | τη | λεμονάτη | το | λεμονάτο |
| κλητική | λεμονάτε | λεμονάτη | λεμονάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεμονάτοι | οι | λεμονάτες | τα | λεμονάτα |
| γενική | των | λεμονάτων | των | λεμονάτων | των | λεμονάτων |
| αιτιατική | τους | λεμονάτους | τις | λεμονάτες | τα | λεμονάτα |
| κλητική | λεμονάτοι | λεμονάτες | λεμονάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λεμονάτος
- αυτός που φέρεται ή παρασκευάζεται με λεμόνι
Μεταφράσεις
λεμονάτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.