λεμονόδασος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεμονόδασος | τα | λεμονοδάση |
| γενική | του | λεμονοδάσους | των | λεμονοδασών |
| αιτιατική | το | λεμονόδασος | τα | λεμονοδάση |
| κλητική | λεμονόδασος | λεμονοδάση | ||
| Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
λεμονόδασος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.