λεμονί

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /le.moˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμονί
ομόηχο: λεμονή
τονικό παρώνυμο: λεμόνι

Ετυμολογία 1

λεμονί < λεμόν(ι) + [1]

Ουσιαστικό

λεμονί ουδέτερο άκλιτο

  • (χρώμα) το κίτρινο χρώμα· το χρώμα του λεμονιού
    αυτό το κίτρινο μπλουζάκι έχει χρώμα λεμονί!
    λεμονί (χρώμα):   
    λεμονί (χρώμα):   

Μεταφράσεις

Επίθετο

λεμονί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του λεμονής για όλα τα γένη

Ετυμολογία 2

λεμονί: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεμονί

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.