λεμονί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.moˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐μο‐νί
- ομόηχο: λεμονή
- τονικό παρώνυμο: λεμόνι
Ουσιαστικό
λεμονί ουδέτερο άκλιτο
Ετυμολογία 2
- λεμονί: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λεμονί
Αναφορές
- λεμονί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.