λεμονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμονιά οι λεμονιές
      γενική της λεμονιάς των λεμονιών
    αιτιατική τη λεμονιά τις λεμονιές
     κλητική λεμονιά λεμονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεμονιά < λεμόν(ι) + -ιά

Ουσιαστικό

λεμονιά θηλυκό

  • (δέντρο) αειθαλές οπωροφόρο δέντρο (λατινικό όνομα Citrus limon) με ελλειψοειδή φύλλα και άνθη με άσπρα πέταλα, το οποίο κατάγεται από την Ασία και παράγει τον καρπό λεμόνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεμονιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λεμονής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λεμονής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.