λεμονόκουπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμονόκουπα οι λεμονόκουπες
      γενική της λεμονόκουπας
    αιτιατική τη λεμονόκουπα τις λεμονόκουπες
     κλητική λεμονόκουπα λεμονόκουπες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεμονόκουπα < λεμόν(ι) + -ό- + κούπα (από το σχήμα που έχει το μισό λεμόνι)

Ουσιαστικό

λεμονόκουπα θηλυκό

  • το ένα από τα δύο μέρη ενός κομμένου στην μέση λεμονιού

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.