λεμονανθός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεμονανθός οι λεμονανθοί
      γενική του λεμονανθού των λεμονανθών
    αιτιατική τον λεμονανθό τους λεμονανθούς
     κλητική λεμονανθέ λεμονανθοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεμονανθός < λεμονιά + ανθός

Ουσιαστικό

λεμονανθός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.