κόμμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κόμμι
      γενική του κόμμεως
    αιτιατική το κόμμι
     κλητική κόμμι
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόμμι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόμμι < αρχαία αιγυπτιακή qmy (έλαιο επίχρισης / επάλειψης)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόμμι
ομόηχα: κόμη, κώμη

Ουσιαστικό

κόμμι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κόμμῐ τὰ κόμμη - κόμμε
      γενική τοῦ κόμμεως τῶν κόμμεων
      δοτική τῷ κόμμει - κόμμιδ τοῖς κόμμεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κόμμῐ τὰ κόμμη - κόμμε
     κλητική ! κόμμῐ κόμμη - κόμμε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόμμει
γεν-δοτ τοῖν  κομμέοιν
Κλιτό, στην ελληνιστική κοινή.
3η κλίση, Κατηγορία 'κόμμι' όπως «κόμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόμμι < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή qmy (έλαιο επίχρισης / επάλειψης)

Ουσιαστικό

κόμμι ουδέτερο (άκλιτο, ή κλιτό στην ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.