κόμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόμη | οι | κόμες |
| γενική | της | κόμης | των | κομών |
| αιτιατική | την | κόμη | τις | κόμες |
| κλητική | κόμη | κόμες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐μη
- ομόηχα: κώμη, κόμμι
Ουσιαστικό
κόμη θηλυκό
- (λόγιο) το σύνολο της τριχοφυΐας στο άνω ραχιαίο, άνω πλευρικό και οπίσθιο μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη,
μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια,
καὶ στὴν κόμη στεφάνη φορεῖ,
καμωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
ποὺ εἶχαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν
- το φύλλωμα ενός δέντρου
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- Κόμη της Βερενίκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κόμη | αἱ | κόμαι |
| γενική | τῆς | κόμης | τῶν | κομῶν |
| δοτική | τῇ | κόμῃ | ταῖς | κόμαις |
| αιτιατική | τὴν | κόμην | τὰς | κόμᾱς |
| κλητική ὦ! | κόμη | κόμαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόμᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κόμαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Πηγές
- κόμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.