εξίδρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξίδρωμα τα εξιδρώματα
      γενική του εξιδρώματος των εξιδρωμάτων
    αιτιατική το εξίδρωμα τα εξιδρώματα
     κλητική εξίδρωμα εξιδρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξίδρωμα < εξιδρώνω + -μα < αρχαία ελληνική ἐξιδρόω / ἐξιδρῶ < ἐξ + ἱδρόω / ἱδρῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exsudat)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈksi.ðɾo.ma/

Ουσιαστικό

εξίδρωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.