αλοιφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλοιφή | οι | αλοιφές |
| γενική | της | αλοιφής | των | αλοιφών |
| αιτιατική | την | αλοιφή | τις | αλοιφές |
| κλητική | αλοιφή | αλοιφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλοιφή < αρχαία ελληνική ἀλοιφή < ἀλείφω (με ετεροίωση)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.liˈfi/
Ουσιαστικό
αλοιφή θηλυκό
- η παχύρρευστη ουσία που απλώνεται σε μια επιφάνεια (συχνά για θεραπευτικούς ή καλλυντικούς σκοπούς)
- οτιδήποτε αλείφεται
- (γαστρονομία), (συνήθως στον πληθυντικό) τα ορεκτικά σε παχύρρευστη μορφή όπως ταραμοσαλάτα, τζατζίκι, τυροσαλάτα, σκορδαλιά, χούμους, μελιτζανοσαλάτα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.