αφέψημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αφέψημα | τα | αφεψήματα |
| γενική | του | αφεψήματος | των | αφεψημάτων |
| αιτιατική | το | αφέψημα | τα | αφεψήματα |
| κλητική | αφέψημα | αφεψήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφέψημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφέψημα[1] < αφ- (< από) + ἕψημα (βραστό)
Ουσιαστικό
αφέψημα ουδέτερο
- το προϊόν του βρασμού μέσα σε νερό διάφορων φυτικών φαρμακευτικών ή αρωματικών ουσιών
- το κατάστημα σερβίρει καφέ, τσάι, χαμομήλι και άλλα αφεψήματα
Αναφορές
- αφέψημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.