επίχριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίχριση | οι | επιχρίσεις |
| γενική | της | επίχρισης* | των | επιχρίσεων |
| αιτιατική | την | επίχριση | τις | επιχρίσεις |
| κλητική | επίχριση | επιχρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιχρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίχριση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίχρισις < ἐπιχρίω < χρίω
Ουσιαστικό
επίχριση θηλυκό
- το σκέπασμα, η επάλειψη, το άλειμμα, η επικάλυψη μιας επιφάνειας με κάποια ρευστή ουσία που μετέπειτα στερεοποιείται
- η επίχριση των τοιχών με ασβέστη αποτελεί κανόνα υγιεινής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επιχρίω
Μεταφράσεις
επίχριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.