επίχριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίχριση οι επιχρίσεις
      γενική της επίχρισης* των επιχρίσεων
    αιτιατική την επίχριση τις επιχρίσεις
     κλητική επίχριση επιχρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίχριση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίχρισις < ἐπιχρίω < χρίω

Ουσιαστικό

επίχριση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.